
Με αφορμή το προηγούμενο ποστ έψαξα ξανά για το κομμάτι εκείνο της οικογένειας που αποκόπηκε ζητώντας μια καλύτερη τύχη παρασυρμένο απ'το κύμα της μετανάστευσης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα .
Δεν ήταν ακριβώς κομμάτι.
Ολη η οικογένεια ήταν.
Η αλήθεια είναι πως εδώ ένα κομμάτι της μόνο έμεινε .
Κι αυτο γιατί άλλαξαν οι συνθήκες και οι ανάγκες.
Ετσι λοιπόν ψάχνοντας το γενεαλογικό μου δέντρο ένα κλαρί του βρήκα.
Αυτό που τυχαία απόμεινε ,αναγκασμένο να συνεχίσει την μοναχική του πορεία.
Τ'αλλα έσπασαν ενα-ένα ,τα πήρε ο σίφουνας που χτύπησε τη χώρα ,τσ ΄στειλε αλλου να ριζώσουν.
Εχουν περάσει 105 ολόκληρα χρόνια και η εξέλιξη της τεχνολογίας μαζί με την συνήθεια των Αμερικάνων να " φακελλώνουν "ότι κινείται στην χώρα τους -και όχι μόνο -αποδεικνύεται για μια φορά χρήσιμη.
Ωρες παλεύω ψάχνοντας τ' αρχεία.
Είναι βλέπεις και πολλοί οι εμιγκρέδες.
Τ' όνομα δύσκολο για τους Αμερικάνους γραμμένο αλλού σωστά ,αλλού λάθος .
Μα τους βρήκα και τους βρήκα όλους .
Τον πατέρα του παππού και την μάννα του.
Τα αδέλφια και τις αδελφές του.
Ολους αυτούς που γνώρισα απ'τη μεγάλη φωτογραφία στο σαλόνι της γιαγιάς .
Απ'τις φωτογραφίες που έρχονταν μαζί με τα γράμματα.
Κι απ΄τις ιστορίες που διηγόταν ο παππούς τα βράδια του καλοκαιριού στο σπίτι του χωριού .
Ξαπλωμένοι στην αυλή πάνω στις κουρελούδες ,με μοναδικό φως το φως των αστεριών ,συντροφιά με τα τριζόνια,τους γκιώνηδες και τις κουκουβάγιες ακούγαμε τον παππού να διηγείται πως έφυγαν τότε οι γονείς και τα αδέλφια του ,πως δούλεψαν κια προόδεψαν στη νέα τους χώρα και πως έγινε αυτός μόνο να μείνει πίσω.
Τότε που του 'χαν στείλει ήδη τα λεφτα για το εισιτήριο ,τότε που όμως βρέθηκε στο μεγάλο δίλημμα
Ηρθαν πίσω όλα αυτά καθώς τα μάτια τρέχουν στις γραμμές.
Ημερομηνία άφιξης ,όνομα κι επάγγελμα,ηλικία,ύψος και χρώμα ματιών .
Από που έφυγε και ποιόν άφησε πίσω.
Ποιος τον κάλεσε και που θα πάει
Ολα αυτα που ξαναζωντάνεψαν στις Mνήμες



Αν κρίνουμε από τις «φρικτές» συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ιδιαίτερα εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937), οι μετανάστες θεωρούνταν «φορτίο». Αρκεί να σκεφτούμε ότι πλοία μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες. Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις, που ποτέ άλλωστε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο, τον οποίο εκατοντάδες μεσίτες μετανάστευσης (επάγγελμα που ανθούσε τα χρόνια εκείνα), παρουσίαζαν ως νέα Γη της Επαγγελίας. Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν ό,τι χρειάζονται για να επιστρέψουν εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια μετανάστευσης για την Αμερική, τόπο απαγορευμένο για παράδειγμα σε όσους υπέφεραν από τραχώματα (διαδεδομένη νόσο την εποχή εκείνη). Όσοι τα κατάφερναν, πριν την επιβίβαση στο πλοίο, υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό.
«Τρεις μέρες προχωρήσαμε, την Τρίτη νύχτα μεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουμε τίποτα εμείς. Μονάχα οι πλοίαρχοι και οι μηχανικοί το ήξεραν και αντί για μπρος γύριζε πίσω. Το διόρθωσαν και άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωμα, έκανε μονάχα οκτώ μίλια. Δύο ώρες με τα πόδια, μια με το πλοίο Αυστροαμερικάνα. Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόμασταν χάμω και πιάναμε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν μαύρος, φίδια μας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσμου ήταν βυθισμένη στο φόβο. Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιάλογα. Καμιά εβδομάδα τη βγάλαμε μ΄ αυτά που είχαμε ψωνίσει στην Πάτρα, αλλά σωθήκανε. Μας έδιναν κάτι ρέγκες με σκουλήκια, χαλασμένες τις πετάγαμε. Ζούσαμε μέσα σ΄ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από πάνω ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθιες στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες με ουρά. Σε λίγες μέρες με την αργοπορία του πλοίου, το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσμος που ήμασταν μέσα διψάσαμε. Μαζευόμασταν μυρμήγκια με τις βίκες μπροστά στα ντεπόζιτα και κει γινόταν χαλασμός».






















